- λαβροστόμει
- λαβροστομέωtalk boldlypres imperat act 2nd sg (attic epic)λαβροστομέωtalk boldlyimperf ind act 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαβροστομώ — λαβροστομῶ, έω (Α) μιλώ με θρασύτητα («σὺ δ ἡσύχαζε μηδ ἄγαν λαβροστόμει», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + στομῶ (< στόμος < στόμα), πρβλ. ελευθερο στομώ, ψευδο στομώ] … Dictionary of Greek